αλώμαι

αλώμαι
ἀλῶμαι (-άομαι) (Α)
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία
3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος
4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατικής σημασίας ρήμα τής αρχαίας σε -άομαι (πρβλ. και ποτ-άομαι «πετώ») με συχνή χρήση τόσο στο έπος όσο και στον ποιητικό και πεζό λόγο. Ετυμολογικά συνδέεται με ΙΕ ρίζα *al- «περιφέρομαι άσκοπα, περιπλανώμαι» (πρβλ. και λεττον. aluot «περιπλανώμαι»). Οι τ. πρκμ. ἀλάλησθαι, ἀλαλήμενος που απαντούν στα Ομηρικά Έπη έχουν σημασία ενεστώτα, στους τραγικούς δε απαντά σπάνια ο παράλλ. τ. ἀλαίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαίνω, ἀλεία, ἀλεύω, ἀλεωρή, ἄλη, ἄλημα, ἀλήμων, ἀλήτης, ἀλητύς.
ΣΥΝΘ. απαλῶμαι, εξαλῶμαι, επαλῶμαι, συναλῶμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλῶμαι — ἀλάομαι wander pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀλάομαι wander pres ind mp 1st sg ἀλάομαι wander pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀλέομαι avoid pres subj mid 1st sg (attic epic doric ionic) ἀλέω grind pres subj mp 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλωμαι — ἅλλομαι sal aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλάσκω — ἠλάσκω (AM) (επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι περιπλανώμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά + παρέκταση σκ ), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • άλησις — (I) ἄλησις ( εως), ο (Α) [ἀλῶμαι] περιπλάνηση, περιφορά (τού ήλιου). (II) ἄλησις ( εως), η (Α) [ἀλῶ] άλεση, άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • αλάλημαι — ἀλάλημαι (Α) περιπλανιέμαι περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρκμ. τού ρ. ἀλῶμαι* με σημασία ενεστώτα η μτχ. ἀλαλήμενος διατηρεί τον τονισμό τού ενεστ., πιθ. λόγω τής ενεστωτικής σημασίας της] …   Dictionary of Greek

  • αλάλυγξ — ἀλάλυγξ ( υγγος), η (Α) λυγμός, πνιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. τής λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ* ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι* «περιφέρομαι» ή ἀλύω* «είμαι… …   Dictionary of Greek

  • αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …   Dictionary of Greek

  • αλήμων — ἀλήμων ( ονος), ο, η (Α) 1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας 2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης 3. πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι». ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”